- φουριόζος
- α, ο1) стремительный, горячий, нетерпеливый; 2) вспыльчивый, раздражительный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φουριόζος — α, ο, Ν 1. βιαστικός, ανυπόμονος, ορμητικός 2. θυμωμένος, οργισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. furioso < λατ. furiosus < furia (βλ. λ. φούρια)] … Dictionary of Greek
φουριόζος — α, ο (λ. ιταλ.) 1. φουριόζικος (βλ. λ.). 2. ευέξαπτος, αυτός που οργίζεται εύκολα, θυμωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουριόζικος — η, ο, Ν [φουριόζος] 1. (για πρόσ.) φουριόζος 2. (για ενέργεια) εσπευσμένος, βιαστικός … Dictionary of Greek
φορτσάδος — φορτσάδος, ο και φορτσάτος, ο (για άνεμο), δυνατός, σφοδρός, βίαιος, ορμητικός, φουριόζος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)